- ἑταιρικόν
- ἑταιρικόςofmasc acc sgἑταιρικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εταιρικός — ή, ό (ΑΜ ἑταιρικός, ή, όν) [εταίρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εταιρεία ή εταίρους, ο συνεταιρικός («εταιρικό κεφάλαιο») 2. φιλικός, συντροφικός («εταιρική φιλία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εταιρικό (αλλιώς καταστατικό) το συστατικό … Dictionary of Greek